Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα , Βιβλίο δ' , κεφάλαιο 4

                                 ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΣΥΡΟΥ
Σύχασε πλέον, Σωκράτη, μὴ λυπεῖσαι ὅτι δὲν εἶχες ὡς τώρα σύντροφο εἰς τὴν παιδεία 
καὶ θὰ κιντύνευε ἡ Ἑλλὰς χωρὶς φῶτα – γεννήθη συνπολίτηςσου παιδεμένος κ᾿ ἔγινε (…) 
ὑπουργός! (…) Ἄν μας ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁποῦ θὰ γευόμαστε, 
θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήση εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ 
γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, 
ἀρετὴ καὶ τιμιότη. Αὐτὰ λείπουν ἀπ᾿ ὅλους ἐμᾶς, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς.
Τῆς πρόσοδες τῆς πατρίδας τῆς κλέβομεν, ἀπὸ ὑποστατικὰ δὲν τῆς ἀφήσαμεν τίποτας, 
σὲ ῾πηρεσίαν νὰ μποῦμεν, ἕνα βάνομεν εἰς τὸ ταμεῖον, δέκα κλέβομεν. Ἀγοράζομεν 
πρόσοδες, τῆς τρῶμεν ὅλες. Χρωστοῦν εἰς τὸ Ταμεῖον δεκοχτῶ ῾κατομμύρια ὁ ἕνας κι᾿ ὁ 
ἄλλος· (…) όλοι χρωστοῦνε αὐτά. Ὁ κεντρικὸς ταμίας (…) τρακόσες πενήντα του 
λείπουν ἀπὸ τὸ ταμείον· κι᾿ ἀκόμα δὲν κυτάχτηκαν πόσα θὰ λείψουν ἀκόμα. Τὸ ἴδιο
ντογάνες κι᾿ ἄλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εἰς τὰ πράματα καὶ τέτοιους συντρόφους βάνουν. 
Δύσκολο εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος νὰ κάνη τὰ χρέη τοῦ πατριωτικῶς. Οἱ ἀγωνισταὶ οἱ 
περισσότεροι καὶ οἱ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καὶ φαντασία – γεμίσαμεν
πλῆθος πιανοφόρτια καὶ κιθάρες. Οἱ δανεισταί μας ζητοῦν τὰ χρήματά τους, λεπτὸ δὲν 
τοὺς δίνομεν ἀπὸ – κάνουν ἐπέβασιν εἰς τὰ πράματά μας. Καὶ ποτὲς δὲν βρίσκομεν ἴσιον 
δρόμον. Πῶς θὰ σωθοῦμεν ἐμεῖς μ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ σκηματιστοῦμεν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ
κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεὸς ἂς κάμη τὸ ἔλεός του νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὸν μεγάλον 
γκρεμνὸν ὁποῦ τρέχομεν νὰ τζακιστοῦμεν. Ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἀνακατωμὸς τῆς Εὐρώπης,
ἔπρεπενὰ εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς σὲ μίαν κατάστασιν νὰ βασταχτοῦμεν, νὰ μή μας πλακώση 
κάνας  κίντυνος, ἢ καὶ ἂν εἶναι ἁρμόδιος καιρὸς καὶ κινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι δυνατοί, καὶ
κινηθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς – κι᾿ αὐτὰ χρειάζονται νά  ῾χωμεν κι᾿ ὀλίγα μέσα, νὰ βασταχτῆ ἡ
πειθαρχία, νὰ μὴν κινηθοῦμεν καὶ γυμνώσουμεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς 
ἀτιμήσουμεν, καὶ τότε εἶναιχερότερα· ἀντὶς νὰ φκειάσουμεν φρύδια, βγαίνομεν 
καὶ τὰ μάτια.