Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Το κρυμμένο βλέμμα του νέου έτους

Του Παντελη Mπουκαλα
Γεμάτα λέει τα μπαράκια και τα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης και ξέφρενο το γλέντι στην Αράχοβα: Πιστά στις συνήθειές τους ορισμένα κανάλια, έδειχναν μέχρι κορεσμού εικόνες από έναν «κόσμο που δεν καταλαβαίνει τίποτα», δεν καταλαβαίνει από κρίση δηλαδή, και γλεντοκοπάει μέχρι πρωίας. Πιθανόν επέλεξαν να στολίσουν τα δελτία τους με τέτοιας κοπής υλικό για να πικάρουν τους διεθνείς επιτηρητές μας ή για να ντοπάρουν ψυχολογικά το κοινό τους. Φαντάζεστε λοιπόν τι είχε να γίνει αν είχαν πέσει στα χέρια τους στιγμιότυπα με τον πρωθυπουργό να χορεύει πρωτοχρονιάτικα στην Κηφισιά το ζεϊμπέκικο της μη ευδοκίας: «ο χορός της εθνικής υπερηφάνειας» θα έλεγαν οι φίλα προσκείμενοι, «γλέντι πάνω στ’ αποκαΐδια» θα αντέλεγαν οι αντιπολιτευόμενοι. Το γεγονός πάντως ότι τουλάχιστον δύο δίαυλοι έδειχναν και ξανάδειχναν τις ίδιες ακριβώς εικόνες από τα ίδια ξενυχτάδικα (επιτραπέζια τσιφτετέλια, όπως επιτάσσει το τραγούδι) ίσως υποδεικνύει το άλλο μισό της αλήθειας: Φυσικά και κάμποσοι άνθρωποι υποδέχθηκαν το 2011 όπως το 2010 και τα προηγούμενά του, μ’ εκείνον τον πληθωρικό τρόπο που πραγματώνει ταυτόχρονα και τις δύο σημασίες του διασκεδάζω, ευθυμώ δηλαδή και διασκορπίζω αγωνίες και έγνοιες, δεν αρκούν ωστόσο πέντε στιγμιότυπα για να γίνει πιστευτό είτε ότι «εμείς δεν μασάμε» είτε ότι βρισκόμαστε σε παρατεταμένη φάση συβαριτισμού.
Αλλη φοβάμαι είναι η εικόνα που, σε πείσμα των ευχών και των πρωτοχρονιάτικων μηνυμάτων με την εθιμικώς επίπλαστη αισιοδοξία τους, έχει πιο πολλές πιθανότητες να θεωρηθεί σήμα της νέας χρονιάς: Υπομονετικά, οι άποροι («όλο και περισσότεροι οι Ελληνες» ακούγεται αναίτια παραξενεμένη η φωνή) περιμένουν τη μερίδα τους στο συσσίτιο που προσφέρουν η Εκκλησία και ο Δήμος Αθηναίων. Η κάμερα, βουλιμική, στρέφεται καταπάνω τους. Αυτόματα, με το ένστικτο της αυτοπροστασίας, ένας άνθρωπος σηκώνει το χέρι του και κρύβει το πρόσωπό του, τα μάτια του κυρίως και τη θλίψη τους. Για να μην τον δουν, αφού δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πρόθυμοι να προσφέρουν το δράμα τους βορά στην τηλεόραση, αλλά και για να μη μας δει ο ίδιος. Για να μην εκτεθεί, πάνω στην κορύφωση της στέρησής του, σε βλέμματα γνωρίμων· για να μην κινήσει ούτε τον οίκτο ούτε την περιφρόνηση. Αυτό το υψωμένο χέρι, που ενδεχομένως συνοψίζει μια ολόκληρη ζωή, τα όνειρα, τις προσπάθειες, την τελική διάψευση, είναι η έσχατη άμυνα που μπορούν να αντιπαραθέσουν η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός την ώρα που καταρρακώνονται. Μπορούμε να σηκώσουμε κι εμείς το χέρι μας, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί ως κοινωνία και πολιτεία, για να μη βλέπουμε αυτό που όντως συμβαίνει. Αλλά κάτι τέτοιο ούτε έντιμο είναι ούτε «παραγωγικό», όπως λέει η κυρίαρχη αγοραία διάλεκτος, για την οποία ακόμα και η ζωή είναι χρηματιστηριακό παράγωγο