Εσύ,λεβέντη Παρνασσέ,
πρέπει να καμαρώνεις,
όσο τα χρόνια σου περνούν,
τόσο και ξανανιώνεις.
Που στις κορφές σου κάποτε
άνθρωπος δεν πατούσε,
σαν άρχισε Φθινόπωρο
που να κρυφτεί κοιτούσε.
Μέρες καλοκαιριάτικες
εσήκωνες μποφόρια,
αστροπελέκια και βροντές
κι άγρια ΄νεμοβρόχια.
Τώρα για σε οι εποχές
είναι όλες το ίδιο
και το χειμώνα στους σκιέρ
γίνεσαι καταφύγιο.
Φίλος πολύ αγαπητός
είσαι για το λαό
και όλοι για σένανε ρωτούν
περήφανο βουνό.
Γιατί δεν είσαι δύσβατος
κι απόκρυμνος πολύ,
γι΄ αυτό σε επισκέπτονται
οι φίλοι σου για σκί.
Μαζί σου έχεις τη Λιάκουρα
της Ρούμελης καμάρι
κι η Γκιώνα που 'ν αντίκρυ σου
δεν έχει τέτοια χάρη.
Απ΄όλα τα βουνά
είσαι το πιο ωραίο,
είσαι το πιο αγαπητό,
είσαι το πιο γενναίο.
Το ξακουστό, περήφανο,
χιλιοτραγουδισμένο
κι από τα χρόνια τα παλιά
σ'έχουνε δοξασμένο.
Γειά και χαρά σου Παρνασσέ,
με τις ψηλές κορφές σου,
αήττητε, αγέραστε,
μ'όλες τις ομορφιές σου.