Η πανέμορφη φορεσιά της Αραχωβίτισσας στο διάβα του χρόνου έχει απλοποιηθεί ως προς τα κεντήματα του πουκάμισου και το στόλισμα της κεφαλής.
Συγκεκριμένα, το πουκάμισο της παλιάς φορεσιάς ήταν άσπρο βαμβακερό υφαντό ⁻ χονδρό για την καθημερινή χρήση και λεπτότερο το γιορτινό. Το νυφιάτικο μπορούσε να είναι και μεταξωτό σε κόκκινο μουντό χρώμα, βαμμένο με ριζάρι. Το πουκάμισο το κεντούσε η Αραχωβίτισσα με στριφτά μετάξια, που τα έβαφε η ίδια.Το παλιό πουκάμισο δεν είχε μανίκια. Γι’ αυτό πάνω απ’ το πουκάμισο φορούσαν τον τζάκο. Ήταν ένα είδος μπούστου με μανίκια ολοκέντητα με κεντήματα έξοχης τέχνης, τα γνωστά ως “Αραχωβίτικα”.Αργότερα ο τζάκος καταργήθηκε και τα μανίκια μπαίνουν πια στο πουκάμισο, που έγινε μακρυμάνικο. Τότε χάθηκαν και τα περίφημα κεντήματα, τα γνωστά ως Αραχωβίτικα, που ξεχώριζαν ανάμεσα στα κεντήματα της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου για τις σχηματοποιημένες ανθρώπινες μορφές τους. Σε μερικά από τα κεντήματα αυτά η αυστηρή σχηματοποίηση του ανθρώπινου σώματος αγγίζει τις πιο πρωτότυπες μορφές της Ελληνικής έκφρασης”. Μερικά από τα ανεκτίμητα αυτά κεντήματα βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη. Αξιοσημείωτο είναι, ότι στο ίδιο Μουσείο υπάρχει πουκάμισο παλιό από φορεσιά της Εύβοιας, που το σχέδιο του κεντήματός του ονομάζεται “Αράχωβα” ⁻ απόδειξη της φήμης, που είχαν τα κεντήματα της Αραχωβίτικης φορεσιάς.
Εκτός όμως από τον τζάκο καταργήθηκε και ο κεφαλόδεσμος. Παλιά η Αραχωβίτισσα φορούσε στο κεφάλι μικρό κόκκινο φέσι κεντημένο γύρω γύρω με φλουριά, “το φλωρόφεσο”. Αυτό στερεωνόταν στο κεφάλι με “το καμ(π)τσέλι”, λουρίδα που περνούσε κάτω από το σαγόνι ⁻ το φλωρόφεσο φοριόταν στη νυφιάτικη και γιορτινή φορεσιά. Αν το φέσι είχε ασημένια νομίσματα, το έλεγαν “ταλαρόσκουφα”. Μετά τα 40 χρόνια της η Αραχωβίτισσα το φέσι με τα νομίσματα το αντικαθιστούσε με κόκκινο σαρίκι, κεντημένο.
Τον κεφαλόδεσμο συμπλήρωνε στη νυφιάτικη φορεσιά “η μεταξωτή σκέπη με τα “τζερτζέφια” (=κεντήματα). Αυτή κάλυπτε το κεφάλι κι έπεφτε ελεύθερη ως κάτω από τη μέση. Ήταν περίπου 3 πήχεις μήκος. Την έλεγαν και “τσεβρέ”. Στη γιορτινή φορεσιά φοριόταν η διάφανη μεταξωτή “μπόλια”. Το χειμώνα φορούσαν “την μπαρέζα”, σκέπη μάλλινη.
Ο στολισμός της κεφαλής συμπληρωνόταν με την κοτσίδα, που τη στόλιζαν με νομίσματα. Στα 1676 ο περιηγητής Spon αναφέρει, πως οι Αραχωβίτισσες εκτός από τη φούστα και τα μανίκια τους στόλιζαν με νομίσματα και την κοτσίδα τους. Στο στόλισμα των μαλλιών “με τσαμπιά από κουμπάκια” αναφέρεται και ο Thomson στα 1730. Στα 1835 ο περιηγητής Cornille αναφέρεται στη συνήθεια να στολίζουν την κοτσίδα με νομίσματα. Τα κρεμούσαν από γαϊτάνι, που το έπλεκαν μαζί με την κοτσίδα.
Άλλα κοσμήματα των μαλλιών ήταν “τα πεσκούλια”, φούντες από μαύρο ή κρεμεζί μπιρσίμι και χρυσές κλωστές, που κρέμονταν από “ξενοκοτσίδα”, δηλ. πρόσθετη μακριά πλεξούδα από μαλλί προβάτου. Κοσμήματα επίσης, της κοτσίδας ήταν και “τα ασημένια μασούρια”, που τα στερέωναν στην άκρη της.
Στην παλιά φορεσιά οι κάλτσες ήταν μάλλινες από σαγάκι (μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής). Δεν είχαν πατούσα και “το σκαρπίνι”, ένα σκοινί που περνούσε κάτω από το πέλμα, τις κρατούσε τεντωμένες στο πόδι. Κάτω από τα γόνατα τις έσφιγγαν με κεντημένες “γονατάρες” (=καλτσοδέτες). Στα πόδια φορούσαν τσαρούχια με θηλιές, “τα γουρνοτσάρουχα”. Αργότερα οι “σαγακιένιες κάλτσες” αντικαταστάθηκαν από άσπρες μάλλινες πλεγμένες με καλτσοβέλονες. Οι καθημερινές κάλτσες ήταν στολισμένες με πολύχρωμα σχέδια.
Πλούσια ήταν και τα κοσμήματα της παλιάς φορεσιάς : Τα “φληκωτάρια” (=θηλυκωτάρια), ήταν οι πόρπες, που έπιαναν το σιγκούνι κάτω απ’ το στήθος. Στο λαιμό φορούσαν “αράδα το τζιουρντάνι”. Στο στήθος “τις αλυσίδες με το π’λί” (=δικέφαλος με γάντζο, που καρφώνεται στο σιγκούνι συγκρατώντας τις αλυσίδες με το χαϊμαλί). “Το αρμάθι με τα φλουριά” και “το σκοινί με τα μαργαριτάρια” ήταν, επίσης, κοσμήματα της φορεσιάς.
Στα 1843 ο περιηγητής Chenavard αναφέρεται στα “δυό φαρδιά σκουλαρίκια της Αραχωβίτισσας, που σμίγουν με μια αλυσίδα ψιλή, που κρέμεται κάτω απ’ το σαγόνι και κυματίζει σε σχήμα περιδέραιου”.
Ας δούμε τώρα την απλοποιημένη φορεσιά. Εκτός απ’ τον τζάκο καταργήθηκε και το φλωρόφεσο, που αντικαταστάθηκε με “το κόκκινο τσεμπέρι” ⁻ πάνω απ’ το τσεμπέρι φόρεσαν “το κρεμεζί μαντήλι” στη θέση της στενόμακρης σκέπης ή της μπόλιας. Αργότερα τα δυό αυτά μαντήλια, “τα φακιόλια”, αντικαταστάθηκαν απ’ το σημερινό μεταξωτό λευκό κεφαλομάντηλο, “τη γάζα με τα κουμπουρέλια”, που λέγεται και σκέπη.
Αλλά και το μακρυμάνικο κεντημένο πουκάμισο, “το γραφτό”, αντικαταστάθηκε με το μεταξωτό πουκάμισο (ουγιωτό, κουρκουτιαστό ή σκέτο).
Απαράλλαχτο παρέμεινε ως σήμερα το λευκό σιγκούνι της φορεσιάς από “σαγάκι”, όπως λέγεται το μάλλινο υφαντό ύφασμα και κατ’ επέκταση το καθημερινό σιγκούνι. Είναι κεντημένο με το “λαζούρ” , κόκκινη βαμβακερή κλωστή. Το νυφιάτικο και γιορτινό σιγκούνι έχει επένδυση τσόχας και είναι κεντημένο με χρυσογάιτανα.
Η παλιά “ρούχινη ποδιά” από κόκκινο ψιλονεσμένο υφαντό αντικαταστάθηκε παλιότερα απ’ τη βελούδινη βαθυκόκκινη ποδιά. Τα παραδοσιακά σχέδια, ροδιά, πύργος και κλάρα κεντιούνται ως σήμερα ⁻ όμως γύρω στα 1900 καταργήθηκε ένα παλιότερο σχέδιο με δύο αντικρυστά πουλιά (σώζεται σε φωτογραφία).
Τα δύο χρυσοκεντημένα “ποδιόσκοινα” σε μαύρη τσόχα συγκρατούν την ποδιά και δένονται μπροστά ⁻ καταλήγουν σε χρυσά γαϊτάνια με δύο χρυσές φούντες, όπως και στην παλιά φορεσιά.
Ο φκάς (=φουκάς), το μεγάλο ζωνάρι (μάκρος 3μ. και φάρδος 0,20 εκ.), διπλωμένος στα δύο στο μάκρος, τυλιγόταν δυό – τρεις βόλτες κάτω απ’ τη μέση σφίγγοντας το σιγκούνι. Ο φκάς από παλιά ως σήμερα έχει χρώμα κόκκινο για τις κοπέλες ⁻ για τις παντρεμένες είναι μαύρος ριγωτός ή σκέτος.
Στην παλιά φορεσιά απαραίτητο ήταν και “το μαντηλάκι με τη χρυσή μπιρμπίλα”, ολόγυρα, που στερεωνόταν στο ποδιόσκοινο κι έπεφτε πάνω στην ποδιά.
Το πουκάμισο, που στο Βυζάντιο λεγόταν “καμίσιον”, κατάγεται από το χιτώνα ⁻ για τούτο και στην αρχική του μορφή έλειπαν τα μανίκια. Ο τζάκος κατάγεται από το βυζαντινό “τζιτζάκιον”. Το καπιτσάλι (=καμτσέλι) , υποσιαγώνια λουρίδα, που συγκρατεί το σκούφο, αναφέρεται επίσης στα βυζαντινά κείμενα, το ίδιο και η σκέπη. Το συγκούνι είναι η εξέλιξη από το βυζαντινό “σαγίον”, ρούχο υφαντό από γιδόμαλλο, που χρησίμευε για προφύλαξηαπό το κρύο.