Ο Βασιλιάς Όθωνας το 1834 επισκέφτηκε την Αράχωβα διανυχκτερεύοντας δύο μέρες στο χωριό μας, επειδή θέλησε να ανέβει στην κορυφή του Παρνασσού. Το ταξίδι του από Δαύλεια για Αράχωβα κράτησε 4 ώρες. Οι Αραχωβίτες έτρεξαν να προϋπαντήσουν τον βασιλιά και μάλιστα τα κορίτσια του φάνηκαν πιο όμορφα από της Δαύλειας, του παρέδωσαν μπουκέτα λουλουδιών μαζί με βασιλικό. Έπειτα χόρεψαν σε μεγάλες σειρές τραγουδώντας τραγούδια μπροστά στον βασιλιά, αυτή η φαντασμαγορική και ζωντανή εικόνα της υποδοχής ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να επιθυμήσει ο βασιλιάς σε αυτή την βουνίσια περιήγηση. Επειδή ο βασιλιάς την επόμενη μέρα θα ανέβαινε στην ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού έκανε στην Αράχωβα μισή μέρα ανάπαυση. Επισκέφτηκε τον Αη-Γιώργη και την πλαγιά πάνω από την εκκλησία όπου ο Καραϊσκάκης τον χειμώνα του 1826 νίκησε τους Τουρκαλβανούς. Στην διάρκεια που ο βασιλιάς ήταν στο πεδίο της μάχης συγκεντρώθηκαν κορίτσια κάτω από τα ψηλά δέντρα μπροστά από την εκκλησία κ αρχίσανε το χορό και το τραγούδι.
Ώρα καλή σου βασιλιά, ώρα καλή σου αφέντη.
Αυτού που βούλεσαι να πας, στη Λιάκουρα ν' ανέβεις
Να πας να ιδείς τον Παρνασσό, την όμορφο τον τόπο
νοπώχει το ψηλό βουνό,ψηλότερο απ' όλα
περικαλώσε, βασιλιά, περικαλώσε αφέντη
Αγγάλια, αγγάλια νάρχεσαι, αγγάλια να διαβαίνεις
Μην αποστάσεις βασιλιά, μην αποστάσης Ρήγα.
Γιατ' είναι ο τόπος ζαβωτός καβάλα δεν διαβαίνεις.
Μπροστά πηγαίνουν οι οπλοφόροι, πίσω καπεταναίοι
Στη μέση πάει ο βασιλιάς, παρατηρεί τον τόπο.
Ο βασιλιάς και η συνοδεία του την επόμενη μέρα πριν την ανατολή του ηλίου ξεκίνησαν για την κορυφή του Παρνασσού. Πολλά παλικάρια της Αράχωβας τους συνόδευαν, ως οδηγοί. Μετά απο 5 ώρες ταλαιπωρίας και τσουχτερού κρύου έφτασαν στον Γεροντόβραχο. Σε ένα ίσωμα ανάμεσα στον Γεροντόβραχο και στην Λιάκουρα έκαναν μια στάση διότι η κορυφή τυλίχθηκε μέσα σε πυκνά σύννεφα κ έτσι πήρανε το κολατσιό τους. Μάταια περίμενε ο βασιλιάς μια ευνοϊκή αλλαγή του καιρού κ έτσι ξεκίνησε η επιστροφή η οποία διήρκεσε 6 περίπου ώρες. Ο ήλιος είχε δύσει όταν έφτασαν στην Αράχωβα και γιόρτασαν το γεγονός με τις Αραχωβίτισσες να τραγουδούν:
Καλώς τον βασιλέα μας πούρχετ' απ' το λιβάδι,
πούρχετ' από τον Παρνασσό, μέσα απ΄το Σαρανταύλι
και πώς εκαλοπέρασες σήμερα στο λιβάδι; Μάζου του Μάη τη δροσιά
και φτιάστηνε μενδέρι τι θα διαβεί ο βασιλιάς να κάμει μεσημέρι.
Μάτια μυγδαλοσχισμένα κι απ' τον κόπο ντραλωμένα.
Το τι τραγούδι να σου ειπώ βασιλιά για να σ'αρέσει;
Πόχεις αγγελικό κορμί και δαχτυλίδι μέση.
Τα δυο σου μαύρα μάτια με κάνανε κομμάτια.
Το μπόγι σου το ταίριασα σαν μια μηλιά στην πόλη
Νο που την έχει ο βασιλιάς μέσα στο περιβόλι;
Bέργα μου ασημόβεργα Κυπαρισσιού φουστάνι να ζής'
ο βασιλιάς μας κι εμείς ας πάμ' κουρμπάνι.
Το πρωί θα ξεκινούσε ο βασιλιάς για τους Δελφούς και παρα την κούραση της προηγούμενης μέρας αποφάσισε να πάρει τον δρόμο για το Κηρύκειο Άντρο. Όταν φτάσανε ο βασιλιάς κοίταξε καλά την παράξενη σπηλιά και ξεκίνησαν την επιστροφή. Στους πρόποδες της σπηλιάς ξεκουράστηκαν και επειδή δεν είχαν πάρει μαζί τους πρωινό,πήρανε ψωμί και γάλα που τους πρόσφεραν οι βοσκοί και έπειτα πήραν το μονοπάτι που φτάνει σε δυο ώρες στους Δελφούς....