Το «επιδόρπιο», με κριτήριο τον χρόνο, κείται πέραν του «κεντρικού γεύματος»
και μεταφορικώς, ως ενέργεια, υποσκελίζει την «γευστική» διαδικασία της ζωής.
Και ενώ η ποιήτρια βρίσκεται στο βιολογικό κέντρο της ζωής και ποιητικά διανύει
την πρώτη ώριμη κλίμακα της δημιουργίας, κοιτά τον χρόνο με ατίθαση ματιά και
μας προσφέρει τον «Επιδόρπιο» λόγο της. Δηλαδή, επιχειρεί ένα άλμα που διασπά
την λογική ροή της χρονικότητας. Να είναι άραγε αυτό, εγρήγορση που προκύπτει
από εσωτερική αγωνία σεφερικού τύπου («μη μας προλάβει ο καιρός») ή μήπως η
Λουκίδου αποπειράται να καταπολεμήσει την αλαζονεία του χρόνου με τα δικά του
όπλα, αδιαφορώντας αν αυτός, ο δαμαστής των πάντων, της καταλογίσει το
κακούργημα της ύβρεως. Η ποίηση, όμως, ως ελευθέρια στάση και πράξη ζωής, δεν
υπόκειται σε δεσμεύσεις και καταναγκασμούς, γιατί, ενώ αντλεί από το υπαρκτό,
κινείται στο επέκεινα του βίου, το οποίο και υποστασιοποιεί. Επομένως, το
«Επιδόρπιο» κινείται στην αντίπερα όχθη της πικρής εμπειρίας και διεκδικεί να
γλυκάνει τη στυφή γεύση, που συχνά αφήνουν τα πράγματα, ακόμη και στους πλέον
επιδέξιους γευσιγνώστες της ζωής.